- κακίω
- κακίω ?1 gush out †ἔστι δέ τοι χέκων κακίει καπνός (ἀκύει v. l.: hic locus est ap. Et. Gud. laudatus ut verbum κικύω explicetur: δὲ τειχέων coni. Boeckh) fr. 185.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κακίω — (Α) (δωρ. τ.) βλ. κηκίω … Dictionary of Greek
κακίω — κακός bad neut acc comp pl κακός bad neut nom comp pl κακός bad masc/fem acc comp sg κᾱκίω , κηκίω gush pres subj act 1st sg (doric) κᾱκίω , κηκίω gush pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα … Deutsch Wikipedia
κηκίω — κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α) 1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ. β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα», Σοφ.) 2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ. κηκίομαι (για αίμα) στάζω… … Dictionary of Greek
Θάσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ποσειδώνα ή του βασιλιά της Φοινίκης Αγήνορα, και της Τηλέφασσας. Ενώ βρισκόταν σε αναζήτηση της Ευρώπης, ανακάλυψε τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του νησιού που αργότερα έφερε το όνομά του και ίδρυσε αποικία… … Dictionary of Greek